Ἀχιλλέας

Ἀχιλλέας
Ἀχιλλέᾱς , Ἀχιλλεύς
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέας — Antike griechische Darstellung von Patroklos und Achilleus Achilleus (dt. Achill oder Achilles, lateinisch Achilles, altgriechisch gelehrt Αχιλλεύς, heutiges Griechisch volkssprachlich Αχιλλέας, Geburtsname eigentlich Ligyron) ist in der… …   Deutsch Wikipedia

  • Αχιλλέας — ο κύρ. όνομα στην αρχαιότητα και σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαδράς, Αχιλλέας — (Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1967). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και στην πόλη αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τον θίασο της Σάρα Μπερνάρ (1900), γεγονός που τον έκανε σύντομα γνωστό στο… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθόνικος, Αχιλλέας — (1832 1892).Νομικός. Διακρίθηκε για το συγγραφικό και το νομικό του έργο και το 1892 ονομάστηκε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι: Άρειος Πάγος και οι Εφέται (1884), Εισαγωγή εις την Αθηναίων Πολιτείαν του… …   Dictionary of Greek

  • Απέργης, Αχιλλέας — (Κέρκυρα 1909 – Αθήνα 1986). Γλύπτης. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που στράφηκε προς την ημιαφηρημένη και τελικά προς την τελείως αφηρημένη γλυπτική. Στην αρχή χρησιμοποίησε ανθρωπομορφικές συνθέσεις, στη συνέχεια όμως στράφηκε οριστικά σε… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Αχιλλέας — (Κάιρο, Αίγυπτος 1946 –). Συγγραφέας, μεταφραστής, κριτικός κινηματογράφου και σεναριογράφος. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία.… …   Dictionary of Greek

  • Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… …   Dictionary of Greek

  • Φούνι, Αχιλλέας — (Funi, 1890 – 1972). Ιταλός ζωγράφος. Δίδαξε ζωγραφική στην Ακαδημία της Μπρέρα. Το όνομά του συνδέεται με την επάνοδο των ζωγράφων στον κλασικισμό, του οποίου ήταν θερμός θιασώτης, αν και ξεκίνησε από τον φουτουρισμό. Φιλοτέχνησε κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Ζήνων ο Ελεάτης — (5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Μαθητής του Παρμενίδη, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, όλη η σκέψη του Ζ. έχει κίνητρο την επιθυμία να ενισχύσει τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”